- πυρετωδῶς
- πυρετώδηςfeverishadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυρετωδώς — Ν επίρρ. βλ. πυρετώδης … Dictionary of Greek
πυρετώδης — ες / πυρετώδης, ῶδες, ΝΜΑ [πυρετός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρετό («πυρετώδη ῥίγεα», Ιπποκρ.) 2. φλεγμονώδης 3. αυτός που υπόκειται σε πυρετό («πυρετώδης κύστις», Ιπποκρ.) 4. αυτός που βρίσκεται σε πυρετικό παροξυσμό νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
αλιεύω — (Α ἁλιεύω) 1. είμαι αλιέας, ψαρεύω 2. πιάνω ο, τιδήποτε βρίσκεται μέσα στα νερά, στη θάλασσα νεοελλ. 1. αναζητώ πυρετωδώς, επιδιώκω, περισυλλέγω 2. φρ. «αλιεύει οπαδούς», «αλίευσε μαργαρίτες», δηλαδή χτυπητά ορθογραφικά λάθη, παρερμηνείες αρχ. 1 … Dictionary of Greek
πυρεκτικός — ή, όν, Α [πυρέσσω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρετό, πυρετώδης. επίρρ... πυρεκτικῶς ΜΑ πυρετωδώς … Dictionary of Greek
Βίκτωρ Εμμανουήλ — (Victor Emmanuel). Όνομα ηγεμόνων της Σαρδηνίας και της ενωμένης Ιταλίας. 1. Β.Ε. Α’ (1759 – 1824). Βασιλιάς της Σαρδηνίας (1802 14) και δούκας της Σαβοΐας (1814 21). Ήταν συγγενής του Λουδοβίκου IH’ και του κόμη του Αρτουά, του μετέπειτα Καρόλου … Dictionary of Greek